Η ομάδα του Γαμπρού

Μανωλιός Χτιστάκης

Είναι δύσκολο να δραπετεύσεις από το αβάσταγο βάρος της παράδοσης, ιδίως αν μεγαλώνεις σε μια κοινωνία που υποστηρίζει την παράδοση με περισσότερο σθένος από εκείνο του πιο φανατικού δογματιστή. Ο πλούτος, παρόλα αυτά, μπορεί να γίνει εισιτήριο για να ξεφύγεις για λίγο από την μέγγενή της και ο πλούτος δεν έλειπε από την οικογένεια του Μανωλιού. Ο νεαρός άνδρας, νιώθοντας να ασφυκτιά μέσα στο περιβάλλον που ζούσε, χρησιμοποιούσε τα χρήματα της οικογένειας για να ταξιδεύει τον κόσμο και με οποιοδήποτε πρόσχημα – σπουδές, ηδονή, εργασία. Αυτή η συνεχής εναλλαγή ανάμεσα στην οικογενειακή πίεση και την νομαδική ελευθερία είχε όμως και το τίμημα της, και μετά την αποφοίτηση του Μανωλιού με πτυχίο στη μοριακή ενίσχυση καλλιεργειών από το Ινστιτούτο Γεωπονικών Επιστημών του Βερολίνου, ο ίδιος ένοιωσε πνιγμένος με την απαίτηση της οικογένειας να επιστρέψει άμεσα πίσω για να αναλάβει την οικογενειακή επιχείρηση. Μάζεψε και τα τελευταία πράγματά του από το πατρικό και εγκατέλειψε οριστικά την οικογενειακή εστία στην Κρήτη για να περιπλανηθεί για χρόνια σε εξωτικούς προορισμούς, διευρύνοντας τους ορίζοντές του και δημιουργώντας εν αγνοία του, ένα απέραντο δίκτυο γνωστών και φίλων.

Σε ένα από αυτά τα ταξίδια, γνώρισε και την Αλεξάνδρα, φοιτήτρια στο τμήμα γενετικής μηχανικής του Πανεπιστημίου του Τέξας των ΗΠΑ. Η μικροκαμωμένη μιγάς, μισή Γερμανίδα, μισή Ελληνίδα, έμοιαζε με τη φωτιά. Γνωρίστηκαν σε μία ακτιβιστική δράση στο Όστιν, όταν εκείνος ήταν καθ’ οδόν για το Burning Man Festival και έκανε μια στάση στην πόλη για να παραλάβει μερικούς φίλους. Εκείνοι τον οδήγησαν σε μία συγκέντρωση στην καρδιά της οποίας βρισκόταν τούτο το μικροκαμωμένο πλάσμα. Κι όμως αυτό το πλάσμα με τα άλικα μαλλιά είχε μια σπιρτάδα και μια φωτιά που αν την πλησίαζες πολύ κοντά μπορεί και να σε έκαιγε. Τουλάχιστον αυτό, είχε την ευκαιρία να το διαπιστώσει όταν έπεσαν πάνω της 4 αστυνομικοί για να την κάνουν κουμάντο και εκείνη όχι μόνο δεν μαζευόταν αλλά όταν τους ξέφυγε πήρε την τσάντα του Μανωλιού και τους την πέταξε. Τα υπόλοιπα είναι μια ιστορία για δακτυλικά αποτυπώματα, πλαστικό φαγητό φυλακής και μιας νύχτας που τους χάρισε την πεποίθηση πως είναι γραφτό τους να είναι μαζί. Για λίγα χρόνια η νομαδική ζωή ήταν ένας τρόπος να είναι πάντα μαζί σε ότι και αν έκαναν, αλλά όταν ο Μανωλιός επισκέφτηκε το πατρικό της και διαπίστωσε τον σκληροπυρηνικό, εθνικιστή, φασιστικό χαρακτήρα του πατριού της, η επιλογή να συνεχίσουν τον νομαδικό τρόπο ζωής ή να επιλέξουν να εγκατασταθούν κάπου μακριά από το τοξικό περιβάλλον της Αλεξάνδρας τους οδήγησε πίσω στην Κρήτη.

Μαζί πιάστηκαν από το μηδέν να ξεκινήσουν τη ζωή τους, και κάπως έτσι μετά από λίγους μήνες είχαν ήδη σε παραγωγή την πρώτη παρτίδα ιατρικής κάνναβης με κρητικό άρωμα. Εξαιτίας του κύκλου των φίλων της παλιάς τους ζωής, το προϊόν διοχετεύτηκε εξ ολοκλήρου σε φαρμακευτικές εταιρείες και πανεπιστήμια χαρίζοντας τους μια άνετη ζωή και πλήθος νέων επαγγελματικών ευκαιριών για να επεκταθούν και σε άλλα προϊόντα. Οικονομικά τακτοποιημένοι και έχοντας ικανοποιήσει την δίψα τους για ταξίδια σε όλο τον κόσμο, αποφάσισαν να μείνουν για πάντα στο νησί και μετά από τα πρώτα τρία χρόνια ο Μανωλιός αποφάσισε να κάνει την πολυπόθητη πρόταση γάμου στην Αλεξάνδρα.

Δυστυχώς μια καινούργια τροπή των γεγονότων σε σχέση με τον βιολογικό πατέρα της γυναίκας του ήρθε να ταράξει τα νερά της καθημερινότητας τους. Ο πατέρας της Αλεξάνδρας είχε εξαφανιστεί λίγες μέρες μετά την επικοινωνία που είχε με την κόρη του για να παρίσταται στον γάμο. Η Αλεξάνδρα πάνω στην ταραχή της του είχε εκμυστηρευτεί σκόρπια λόγια για μία μεγάλη ανακάλυψη που είχε κάνει ο αρχαιολόγος πατέρας της και για την οποία την είχε προειδοποιήσει ότι ανησυχεί «αν έπεφτε σε λάθος χέρια». Όταν την άκουσε να καταθέτει στους αστυνομικούς, που διερευνούσαν την υπόθεση, τα όσα ο Κλεοπάτρας Κυψέλης της είχε εκμυστηρευτεί στο τηλέφωνο, ο Μανωλιός θεώρησε ότι η έρευνα του αρχαιολόγου θα μπορούσε όντως να αλλάξει τον κόσμο. «Ποιος ξέρει ίσως θα μπορούσα να εκμεταλλευτώ αυτό το “μαγικό” συστατικό και στην φαρμακευτική…» σκέφτηκε, ενώ κατάλαβε πως η αγωνία της γυναίκας του έπρεπε να λάβει τέλος και ίσως να κέρδιζε και αυτός από μία αίσια κατάληξη της έρευνας. Δεν έχασε καιρό και για μία ακόμα φορά επιστράτευσε το δίκτυο των «φίλων» του για να βρει την απάντηση στο μυστήριο, που φαίνεται να εξανάγκασε κάποιους να απαγάγουν ή ακόμα χειρότερα να έχουν σκοτώσει τον πατέρα της αγαπημένης του. Θα κρατούσε μυστική αυτή την αποστολή, όχι γιατί δεν ήθελε οι δυσάρεστες σκέψεις του να ταράξουν ακόμα περισσότερο τον έρωτα της ζωής του, αλλά ίσως γιατί πίστευε ότι τουλάχιστον και ο καθηγητής να ήταν νεκρός, αυτός και η σύζυγός του ως συγγενής πρώτου βαθμού, θα μπορούσαν να βγουν ωφελημένοι στο τέλος.

Η πρόσκληση

Γράμμα

Γεια σε όλους,

Ελπίζω να περνάτε τζάμι. Η χρονιά που πέρασε ήταν υπέροχη για μένα και την Αλεξάνδρα και ήταν χαρά μας να σας φιλοξενήσουμε όλους στην Κρήτη. Ας ελπίσουμε ότι αυτή η επιστολή σας βρίσκει όλους ευτυχισμένους, υγιέστερους και με τα νέα σας σχέδια σε εξέλιξη παρά τον κορωνοϊό. Όπως γνωρίζετε ήδη, εγώ και η Άλεξ ετοιμαζόμαστε να παντρευτούμε. Παρ ‘όλα αυτά, σας ζητώ προσωπικά βοήθεια για μία υπόθεση που δεν θα ήθελα να μοιραστείτε μαζί της. Δεδομένου ότι προετοιμαζόμαστε για τον γάμο, δεν μπορώ προσωπικά να φροντίσω μια κατάσταση που έχει προκύψει. Σας κάνω μια σύντομη αναδρομή.

Τους τελευταίους μήνες η Άλεξ μοιράστηκε μαζί μου την ιστορία του πατέρα της, του γνωστού αρχαιολόγου Κλεοπάτρα Κυψέλη. Από τις επιστολές που έχουν ανταλλάξει και η Άλεξ μοιράστηκε μαζί μου, φαίνεται ότι ο πατέρας της έχει εντοπίσει ευρήματα που θα φέρουν τα πάνω κάτω στον κόσμο. Συζητούσε συνήθως για αυτά με φανταχτερά λόγια, όπως θησαυρός, ή κάτι που θα κάνει τους ανθρώπους να αλλάξουν μυαλά και τρόπο ζωής. Αυτή η ανταλλαγή επιστολών γίνεται εδώ και χρόνια, ωστόσο ο πεθερός μου πριν από λίγους μήνες της αποκάλυψε ότι ο ερευνητικός χώρος που εστίαζε βρίσκεται στο Πήλιο, κοντά σε ένα χωριό που ονομάζεται Κισσός. Η τελευταία επιστολή, στην πραγματικότητα ένα πακέτο, ελήφθη πριν από μία εβδομάδα και η Άλεξ επέλεξε να το κρατήσει μυστικό. Ωστόσο, 2 μέρες νωρίτερα, όταν δεχτήκαμε την επίσκεψη της αστυνομίας η οποία και μας ενημέρωσε ότι ο βιολογικός της πατέρας εξαφανίστηκε, η ίδια επέλεξε να μοιραστεί μαζί μου την επιστολή που συνόδευε το πακέτο, η οποία μεταξύ άλλων έγραφε: “… όμορφη μου Αμαζόνα, ελπίζω ότι θα συναντηθούμε σύντομα. Ωστόσο, πρέπει να σου ζητήσω να μην μοιραστείς με κανέναν τα ευρήματα που ήρθαν στην κατοχή σου. Σε παρακαλώ, αν αποκαλυφθεί το μυστικό ο κόσμος θα βρεθεί στα βάθη του Ερέβους. Ανεξάρτητα από τα κίνητρα, οι άνθρωποι δεν θα έχουν καμία πιθανότητα επιβίωσης αν δοθεί αθανασία σε εκείνους που δεν την αξίζουν. Σε παρακαλώ, σε παρακαλώ θερμά να το κρατήσεις ασφαλές και ελπίζω να βρίσκομαι εκεί δίπλα σας στην ημέρα του γάμου σας, ώστε να συζητήσουμε τι θα κάνουμε με αυτό…”.

Όπως όλοι ήδη γνωρίζετε σκοπός της εταιρείας μας είναι η καθοδήγηση περισσότερων ανθρώπων σε έναν εναλλακτικό τρόπο ζωής για αυτό και τώρα τολμώ να σας ζητήσω τη βοήθειά σας. Ο πεθερός μου έχει εξαφανιστεί και νομίζω ότι, πιθανώς, τα ευρήματά του έκαναν μερικούς ανθρώπους να αισθάνονται άβολα. Το αίτημά μου προς εσάς είναι να δημιουργήσετε μια ομάδα και να ταξιδέψετε στο Πήλιο. Μόλις βρεθείτε εκεί, θα σας παρέχουμε κάλυψη και θα σας παρουσιάσουμε σαν εργαζόμενους στην εταιρεία μας. Αυτό θα σας επιτρέψει να αλληλεπιδράσετε με τις τοπικές αρχές και τους ντόπιους, να εγκαθιδρύσετε σχέσεις με τα μέλη της ομάδας ανασκαφής – κάτι δύσκολο υποθέτω με την αστυνομία στα πόδια σας – και να προσπαθήσετε να μάθετε οτιδήποτε θα μας ήταν χρήσιμο. Θέλω να σας παρακαλέσω να είστε όσο πιο διακριτικοί γίνεται, διότι η Άλεξ ήδη με πληροφόρησε πως τόσο το Πανεπιστήμιο για λογαριασμό του οποίου δούλευε ο πατέρας της, όσο και η εταιρεία του παππού της, έχουν στείλει ομάδες για να διερευνήσουν την κατάσταση. 

Ειλικρινά δικός σας
Μανωλιός